πάνσεμνος

πάνσεμνος
πάνσεμνος, ον (πᾶς, σεμνός; Lucian, Vit. Auct. 26, Anach. 9) greatly revered πνεῦμα Hv 1, 2, 4 (the text is not certain; s. MDibelius ad loc.).—S. DELG s.v. πᾶς.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πάνσεμνος — all majestic masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνσεμνος — ον, ΜΑ μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής («πάνσεμνα φῂς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα», Λουκιαν.) μσν. πάρα πολύ σεμνός, υπόδειγμα σεμνότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σεμνός «σεβαστός, μεγαλοπρεπής»] …   Dictionary of Greek

  • πάνσεμνον — πάνσεμνος all majestic masc/fem acc sg πάνσεμνος all majestic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσέμνου — πάνσεμνος all majestic masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσέμνους — πάνσεμνος all majestic masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσέμνῳ — πάνσεμνος all majestic masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνσεμνα — πάνσεμνος all majestic neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνσεμνε — πάνσεμνος all majestic masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вьсечьстьныи — (16) пр. Достойный высшего почитания: борисе вьсечьстьне и глѣбе блажене. любъвию не престаита. за насъ въпиюща. Стих 1156–1163, 105; к симъ же і бывша˫а по сіхъ. в костѩнтинѣ гра(д). гл҃маго перваго і втораго сбора. і(ж) завісти нѣкоѥи… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • πανσεμνοστομώ — έω Μ μιλώ με μεγάλη σοβαρότητα και μεγαλοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάνσεμνος + στομῶ (< στομος < στόμα), πρβλ. ελευθερο στομώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”